Print this page

Διαχρονικοί Στρατηγικοί Παράγοντες και η Κύπρος

Διαχρονικοί Στρατηγικοί Παράγοντες και η Κύπρος

…Εξετάζοντας, λοιπόν, το θέμα αυτό από την οπτική γωνία των στρατηγικών σπουδών, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, πράγματι, υπάρχουν συγκεκριμένοι στρατηγικοί παράγοντες που καθόριζαν και καθορίζουν διαχρονικά την πορεία και το πολιτικό μέλλον του νησιού του νησιού.

 

…Εξετάζοντας, λοιπόν, το θέμα αυτό από την οπτική γωνία των στρατηγικών σπουδών, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, πράγματι, υπάρχουν συγκεκριμένοι στρατηγικοί παράγοντες που καθόριζαν και καθορίζουν διαχρονικά την πορεία και το πολιτικό μέλλον του νησιού του νησιού.
Οι παράγοντες αυτοί είναι οι εξής:

α)  Η γεωγραφική θέση της Κύπρου. Παρόλο που η Κύπρος δεν έχει ουσιαστικά τεράστια στρατιωτική και στρατηγική σημασία, όπως πιστεύεται συνήθως,

Μεγάλες δυνάμεις που κυριάρχησαν στην Ανατολική Μεσόγειο – ανάγκη ελέγχου επί Κύπρου.
 Λόγοι:
Η γεωγραφική της θέσης
Υποβοηθητικού ρόλος στα σχέδια τους στην περιοχή.

Οι Πέρσες  - ναυτική βάση, ενίσχυση παρουσίας και επιρροής τους στην Α. Μεσόγειο.

Μέγα Αλέξανδρο – πήρε συμβουλές, διευκολύνσεις στην εμπέδωση της κυριαρχίας του στην περιοχή και εξασφάλιση των νώτων του κατά την εκστρατεία του στην Ασία.

Οι Ρωμαίοι την κατέκτησαν ως αναπόφευκτο επακόλουθο των άλλων κατακτήσεών τους στην περιοχή και ενίσχυση των ταμείων τους.

Οι Βυζαντινοί και οι Άραβες χρειάζονταν την Κύπρο στο γενικότερο και στο μεταξύ τους ανταγωνισμό, για επικράτηση  στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Οι Σταυροφόροι και οι Ενετοί ήθελαν να έχουν υπό τον έλεγχο τους την Κύπρο ως πρόσθετο μέτρο ασφάλειας των θαλάσσιων επικοινωνιών τους προς και από τη Μέση Ανατολή.

Οι Τούρκοι για να διευρύνουν την Αυτοκρατορία τους.


Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Κύπρος ήταν χρήσιμος  χώρος και για τη Βρετανία ως μέρος της αλυσίδας των αποικιών τους.

Παρόλο που η έκταση και η μορφολογία του εδάφους της ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή δεν προσέδιδαν ουσιαστικά μεγάλη στρατιωτική αξία στο νησί,  γιατί είναι αρκετά ευάλωτο και τρωτό σε εχθρικές αεροπορικές και ναυτικές επιθέσεις.

Επισημαίνεται ότι, βασικά, πριν από το Β Παγκόσμιο Πόλεμο και την αύξηση της σημασίας της αεροπορικής δυνάμεως καμιά από τις δυνάμεις που είχαν θέσει το νησί υπό τον έλεγχο τους, δεν το χρησιμοποίησε ως κύριο χώρο για τις εξορμήσεις της, για νέες κατακτήσεις, ή ως σημαντικό μέσο άσκησης του ελέγχου της και εξάπλωσης της κυριαρχίας της στην περιοχή.

Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους Βρετανούς ( και τους Γάλλους) κατά τη διάρκεια των Βρετανο-γαλλικών επιχειρήσεων κατά της Αιγύπτου το ‘50 στην κρίση στο Σουέζ. Η συμβολή της Κύπρου ήταν βέβαια χρήσιμη, όπως στην περίπτωση των επιχειρήσεων κατά της Λιβύης το 1986, και του πολέμου στον Περσικό Κόλπο το 1991, αλλά θεωρείτο κυρίως συμπληρωματική ή υποβοηθητική στα ευρύτερα σχέδια των δυνάμεων, που δρούσαν στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Ήταν, επίσης, ένας χώρος, που η εκάστοτε κρατούσα δύναμη επεδίωκε να εμποδίσει τη χρήση του από τους αντιπάλους της.  

 
H Κύπρος βρέθηκε στο υψηλότερο σημείο της στρατηγικής της αξίας στην ιστορία της, στη διάρκεια της βρετανικής αποικιακής περιόδου, στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και  του ’60. Το νησί προσέλαβε, τότε, σημαντικό ρόλο στον παγκόσμιο στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αφού η βάση του  Ακρωτηρίου αποτελούσε έναν από τους δύο χώρους απόπου η Βρετανία μπορούσε, τότε, να πλήξει με πυρηνικά όπλα την ΕΣΣΔ, γεγονός που εξυπηρετούσε άμεσα τη στρατηγική της «ανεξάρτητης  πυρηνικής αποτροπής» των Βρετανών, και που την καθιστούσε παγκόσμια δύναμη.

Παρόλο που κατά την περίοδο έπειτα από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ αποτελούσαν πια την κυρίαρχη δύναμη ή τη μόνη υπερδύναμη στην περιοχή, ωστόσο δε χρειάζονταν να έχουν υπό τον άμεσο έλεγχό τους την Κύπρο για να επωφελούνται στην άσκηση της δικής τους εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Πετύχαιναν, βέβαια, αυτό το στόχο μέσω των στενών συμμαχικών τους σχέσεων με τους Βρετανούς - μια πρακτική που ισχύει ακόμη ως σήμερα. Ένας επιπλέον λόγος, γιατί οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονταν να έχουν υπό τον άμεσο έλεγχο τους την Κύπρο, ήταν  η συμμαχία των με την Ελλάδα και την Τουρκία. Η εξάρτηση των δύο χωρών από την Ουάσιγκτον, αποτελούσε για τους Αμερικανούς ακόμη έναν ισχυρό μοχλό άσκησης κηδεμονίας και επιρροής στον κυπριακό χώρο, πέραν των δυνατοτήτων, που τους προσέφεραν οι ίδιες οι διμερείς τους σχέσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία.

β)  Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, και πιο συγκεκριμένα η απόσταση που τη χωρίζει από την Ελλάδα, φαίνεται σε πλείστες περιπτώσεις να έπαιξε καθοριστικό ρόλο, είτε στην αποτελεσματικότητα των προσπαθειών απελευθέρωσης του νησιού  (όπως κατά την εκστρατεία των Σπαρτιατών και των Αθηναίων κατά των Περσών στην Ανατολική Μεσόγειο) είτε  στην αδυναμία του Βυζαντίου να στηρίξει την κυριαρχία του στον κυπριακό χώρο.  Η γεωγραφική αυτή απόσταση ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι Αθηναίοι - στην εποχή του Περικλή αλλά και σε άλλες περιπτώσεις - σε συμφωνίες τους με την Περσία δεν περιλάμβαναν την Κύπρο υπό τον έλεγχό τους και την άφηναν στα χέρια των Περσών.  Το πρόβλημα της απόστασης επικαλούνταν και σύγχρονα κόμματα ή κυβερνήσεις, υπογραμμίζοντας την αδυναμία της Ελλάδας να υπερασπίσει αποτελεσματικά τον Ελληνισμό στην Κύπρο. 

Το θέμα της απόστασης, δηλαδή της εγγύτητας της Κύπρου στην Τουρκία, προβάλλεται και ως επιχείρημα από τις σύγχρονες τουρκικές κυβερνήσεις, για να υποστηρίξουν τη θέση τους ότι - για σκοπούς δικής τους ασφάλειας - επιβάλλεται να έχουν έλεγχο πάνω στο νησί, άσχετα εάν υπάρχουν ή όχι οι Τουρκοκύπριοι.100  Η λογική αυτή, βέβαια, δεν ευσταθεί ως επιχείρημα, γιατί, γεωγραφικά, η Κύπρος δε βρίσκεται μόνο κοντά στην Τουρκία, αλλά και στην Συρία, το Λίβανο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο κ.λπ. Οπότε, με την ίδια λογική, όλες αυτές οι χώρες θα’ πρεπε να απαιτούν να έχουν και αυτές έλεγχο πάνω στο νησί, πράγμα αδιανόητο για τις διεθνείς σχέσεις και το πνεύμα και το γράμμα του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Η ΙΣΧΥΣ
ΤΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Άλλος στρατηγικός παράγοντας διαχρονικής σπουδαιότητας, που επηρεάζει τις εξελίξεις στην Κύπρο και τη γύρω περιοχή, είναι η ισχύς των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων και οι στρατιωτικές ισορροπίες.  Η ισχύς των όπλων της εκάστοτε μεγάλης δύναμης στην περιοχή, της προσφέρει τη δυνατότητα να επιβληθεί και να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο, και να έχει επίσης τον κυπριακό χώρο υπό τον έλεγχό της.  Και όταν άλλες δυνάμεις εμφανίζονταν, η δύναμη αυτή εξαφανιζόταν, και το κενό ισχύος στην περιοχή - και, ασφαλώς, στην Κύπρο  -  συμπληρωνόταν από αυτές.

Οι παράγοντες αυτοί, τα στρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας, και στη συνέχεια της Τουρκίας, στάθηκαν εμπόδιο στο αίτημα των Ελλήνων του νησιού για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Άγκυρα, βλέποντας την Κύπρο από μια καθαρά γεωστρατηγική άποψη, με το σκεπτικό ότι με την ένωση θα περικυκλωνόταν από την Ελλάδα, αντιτασσόταν στο αίτημα των Ελληνοκυπρίων και αντιπρότεινε τη διχοτόμηση.

Η Τουρκία υποστήριζε τις θέσεις της στο Κυπριακό με τη στρατιωτική της ισχύ, έχοντας ως στόχο τη διατήρηση ή διαφοροποίηση του στρατηγικού σκηνικού στο νησί προς όφελος των τουρκικών εθνικών συμφερόντων. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, που απέκλειαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, τα προνόμια που δόθηκαν στην τουρκοκυπριακή πλευρά, και τα δικαιώματα στρατιωτικής παρουσίας και επέμβασης που παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, αποτελούσαν σημαντικό κέρδος για την Άγκυρα. Το όφελος αυτό για την Τουρκία είχε αργότερα μεγιστοποιηθεί με την τουρκική εισβολή του  1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή των βόρειων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας από τα  στρατεύματά της.

Τα  στρατηγικά δεδομένα, και η ικανότητα της Τουρκίας να κρατά τα βόρεια εδάφη της Κύπρου υπό στρατιωτική κατοχή, επιτρέπουν - και σήμερα - στην τουρκική πλευρά να συντηρεί την de facto διαίρεση του νησιού και να εμμένει στη νομιμοποίηση των,  καθώς  και στην αναγνώριση της ύπαρξης ξεχωριστού «τουρκοκυπριακού κρατιδίου» σαν ισοδύναμης οντότητας με το κυπριακό κράτος. Ακόμη, οι Τούρκοι, στηριζόμενοι στην υπεροπλία τους, έχουν την ικανότητα να προωθούν  ανενόχλητοι την ενσωμάτωση του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Τουρκία, που αποτελεί νέο τουρκικό στόχο στο Κυπριακό, και να αψηφούν τη διεθνή αποδοκιμασία για τις ενέργειές τους.

Για την ελληνική πλευρά, οι υφιστάμενοι συσχετισμοί στρατιωτικής δυνάμεως στην Κύπρο δεν προσφέρουν τη δυνατότητα αποκατάστασης της ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και του προηγούμενου status quο με πολεμική δράση κατά των κατοχικών δυνάμεων. Ούτε και τα συμφέροντα της αμερικανικής  υπερδύναμης στην περιοχή προβλέπεται να διαφοροποιηθούν κατά τέτοιο τρόπο, που να παρουσιάζουν οποιαδήποτε σοβαρή πιθανότητα οι ΗΠΑ να πιέσουν την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο ή, έστω, να φανεί αρκούντως διαλλακτική, για να επιτευχθεί λύση στο Κυπριακό. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να συνεχίσει και στο μέλλον η κατοχή και ο τουρκικός στρατηγικός έλεγχος στο νησί, και μαζί να διατηρείται ο κίνδυνος για την ειρήνη στην περιοχή, καθώς και η πιθανότητα απόπειρας της Τουρκίας να επεκτείνει την κατοχή της στην υπόλοιπη Κύπρο, σε περίπτωση που οι συνθήκες τής το επιτρέψουν.

Οι ΗΠΑ, ανησυχώντας για τη διατάραξη της ειρήνης στην περιοχή, και θέλοντας να αποφύγουν έναν πόλεμο μεταξύ δύο νατοϊκών συμμάχων τους - της Ελλάδας και της Τουρκίας -, θα μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα σε ένα τέτοιο τουρκικό σχέδιο. Γι’ αυτό, πρέπει  ο αμερικανικός παράγοντας να μελετάται και αξιοποιείται καταλλήλως από την ελληνική πλευρά. Όμως, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι, πάντοτε, οι ενέργειες των Αμερικανών θα είναι επιτυχείς. Η τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο, και η αδυναμία των ΗΠΑ να την αποτρέψουν, στέκει ως ξεχωριστό παράδειγμα της περίπτωσης αυτής.

Γι’ αυτό το λόγο επιβάλλεται, παράλληλα με τη μελέτη και αξιοποίηση των διεθνών σχέσεων και των εξελίξεων στο γεωστρατηγικό τους περιβάλλον,  Κύπρος και Ελλάδα να ενισχύσουν - στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό - τις αμυντικές τους ικανότητες, σε σημείο που να αποτελούν πράγματι πειστικό αποτρεπτικό στοιχείο στον τουρκικό επεκτατισμό, σε περίπτωση που όλοι οι άλλοι παράγοντες αποτύχουν να τον αποτρέψουν.

Ταυτόχρονα, όμως, απαιτείται μακρόπνοος πολιτικός αγώνας και προγραμματισμός, για την ανατροπή των γεωστρατηγικών καταστάσεων και των κατοχικών δεδομένων που δημιούργησε η τουρκική εισβολή. Απαιτούνται μελετημένοι και προσεκτικοί χειρισμοί και κυρίως, συστηματική προσπάθεια αποκατάστασης της εμπιστοσύνης μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής πλευράς στην Κύπρο, καθώς και μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για να μπορέσει αποφασιστικά να εδραιωθεί η ειρήνη στο νησί. Η πιο βάσιμη, όμως, ελπίδα κατοχύρωσης της ασφάλειας της Κύπρου στο μέλλον από την τουρκική γεωπολιτική επιρροή, προκύπτει μέσα από την ένταξή της ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με προοπτική αυτή κάποτε να διαμορφώσει τη δική της κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, και να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως η νέα υπερδύναμη στην περιοχή