Ο ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΊΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Του Άριστου Αριστοτέλους
Πρώην Βουλευτή Ειδικού σε Θέματα Άμυνας και Στρατηγικής
Το παρόν κείμενο αφορά το ρόλο του στρατιωτικού στοιχείου και του συσχετισμού ισχύος στη διαμόρφωση σημαντικών εξελίξεων στο Κυπριακό, από τις διακοινοτικές ταραχές του 1963 έως σήμερα. Σκοπός του είναι να υπογραμμίσει τη σημασία της ενίσχυσης της κυπριακής άμυνας και της σωστής διαχείρισης του στρατιωτικού στοιχείου, μέσα από μια εθνική (πανεθνική) στρατηγική, ως μέσο επιβίωσης και κατοχύρωσης του μέλλοντος του κυπριακού Ελληνισμού στο νησί.
Μέσα από μια πραγματιστική αναφορά σε διάφορες φάσεις του κυπριακού προβλήματος, απαλλαγμένη από επιστημονικοφανή επένδυση και ακαδημαϊκό «jargon», αναδεικνύεται η σπουδαιότητα και ο καταλυτικός ρόλος του στρατιωτικού στοιχείου ως οργάνου πολιτικής. Αναδεικνύεται ότι η απουσία συμφωνημένης εθνικής στρατηγικής και η κακομεταχείριση του στρατιωτικού στοιχείου από ελληνικής πλευράς, διάβρωσαν κάθε έννοια αποτροπής και οδήγησαν στην τουρκική κατοχή. Συμπεράσματα και εισηγήσεις για αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, ολοκληρώνουν τη μελέτη αυτή.
Γενική εισαγωγή - παραδοχή
Σαν γενική αρχή και χωρίς να υποτιμάται καθόλου ο ρόλος της διπλωματίας και άλλων συντελεστών ισχύος - οικονομικών, νομικών κ.λπ - υπογραμμίζεται ότι η θέσεις που αναπτύσσονται πιο κάτω στηρίζονται στην παραδοχή ότι το στρατιωτικό στοιχείο αποτελεί το δραστικότερο εργαλείο στρατηγικής και άσκησης εθνικής πολιτικής. Ως τέτοια η στρατηγική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις διεθνείς σχέσεις, τη διπλωματία και την εξωτερική πολιτική.
Στρατιωτικό στοιχείο και Κύπρος
Η ιστορία της Κύπρου και του κυπριακού προβλήματος διακρίνονται από όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Από αρχαιοτάτων χρόνων, στρατιωτικοί παράγοντες και συσχετισμοί ισχύος αντιπάλων στρατοπέδων στην περιοχή καθόριζαν εν πολλοίς τη δύναμη που θα κυριαρχούσε στο νησί, επηρεάζοντας τη μελλοντική του πορεία.
Όπως αναλύεται παρακάτω, στην πιο σύγχρονη εποχή, η άμεση ή έμμεση χρήση του στρατιωτικού στοιχείου ως μέσου επίτευξης εθνικών στόχων και ως συντελεστή εξελίξεων στο νησί είναι ευδιάκριτη σε όλη του τη διαδρομή - από τον αγώνα της ΕΟΚΑ το 1955, τις διακοινοτικές ταραχές του 1963 - 1964 μέχρι την τουρκική εισβολή το 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κράτος εν κράτει
Το 1963 - 1964, λίγο μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η κυβέρνηση της Κύπρου υπό την απειλή τουρκικών βομβαρδισμών και διενέργειας εισβολής στο νησί, υποχρεωνόταν να ανέχεται τους στρατιωτικούς θύλακες και τη μορφή κράτους εν κράτει που δημιούργησαν οι Τουρκοκύπριοι με τη στήριξη της Άγκυρας, στην προσπάθεια προώθησης της διχοτομικής τους πολιτικής.
Αμοιβαία αποτροπή
Από την άλλη, η αποστολή ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο από 8.000 άνδρες και η δημιουργία της κυπριακής Εθνικής Φρουράς το 1964, αποτελούσε έμπρακτη και αποφασιστική στρατιωτική κίνηση της ελληνικής πλευράς (Ελλάδας και Κύπρου) για αποτροπή του ενδεχομένου τουρκικής απόβασης στο νησί. Ωστόσο, την ίδια ώρα, η ελληνική πλευρά αποθαρρυνόταν είτε να τροποποιήσει το σύνταγμα, που η κυβέρνηση Μακαρίου έκρινε ως μη λειτουργικό, είτε να ανακηρύξει την «ένωση», φοβούμενη το ενδεχόμενο πρόκλησης πολέμου με την Τουρκία.
Υπό τις συνθήκες θα μπορούσε να λεχθεί ότι μεταξύ των δύο πλευρών υπήρχε μία κατάσταση «αμοιβαίας αποτροπής» – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθούσαν συνειδητά και μεθοδευμένα μια τέτοια στρατηγική στα εθνικά θέματα.
Απομάκρυνση Μεραρχίας και αποδυνάμωση αποτροπής
Η απομάκρυνση της Μεραρχίας από την Κύπρο, που οι Τούρκοι έθεσαν ως εκβιαστικό όρο προς το διεθνώς απομονωμένο και αποδυναμωμένο στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών κατά την κρίση της Κοφίνου το 1967, για να μην εισβάλουν στο νησί ή και να ανοίξουν μέτωπο με την Ελλάδα, καταρράκωσε την ελληνική αποτροπή. Εξέθεσε τη στρατιωτική αδυναμία καθώς και την πολιτική αναξιοπιστία της Αθήνας έναντι των Ελληνοκυπρίων, με αρνητικές συνέπειες για την άμυνα του νησιού και επιδράσεις στο Κυπριακό.
Κύπρος – ευάλωτη και εκτεθειμένη
Η Κύπρος με μια Εθνική Φρουρά 12.000 ανδρών, ανεπαρκώς εξοπλισμένη, με πεπαλαιωμένα μέσα, σχεδόν ανύπαρκτη αεροπορική, αντιαεροπορική και ναυτική άμυνα, με την αποχώρηση της Μεραρχίας έμεινε πλήρως εκτεθειμένη απέναντι στην Τουρκία. Μια Τουρκία των 40 εκατομμυρίων, που απείχε μόνο 45 ν.μ. από το νησί, με γύρω στους 450.000 στρατιώτες, με ισχυρές αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις, με πλήρη και αδιαμφισβήτητη υπεροχή στη θάλασσα και τον αέρα.
Χάσμα στόχων και ικανοτήτων. Αναπροσαρμογή πολιτικής.
Με την αποχώρηση της Μεραρχίας το χάσμα μεταξύ του στόχου της «ένωσης» και της ικανότητας στήριξης του με στρατιωτικά μέσα είχε περαιτέρω διευρυνθεί. Υπό τις συνθήκες η κυβέρνηση Μακαρίου οδηγείται σε επαναπροσδιορισμό της πολιτικής της στο Κυπριακό υπέρ πιο ρεαλιστικών στοχεύσεων, όπως η λύση του ενιαίου κράτους (του λεγόμενου εφικτού). Η λύση αυτή αποτέλεσε το 1968 τη βάση έναρξης του ενδοκυπριακού διαλόγου στο Κυπριακό μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974 και την ανατροπή του στάτους-κβο.
Εσωτερικές αντιδράσεις. Κατάρρευσης αποτροπής
Η εγκατάλειψη της «ένωσης» όμως θεωρήθηκε ως εθνική μειοδοσία από μερίδα Ελληνοκυπρίων που αποτέλεσαν πυρήνες κριτικής και αργότερα ανοικτής πολεμικής ή και ένοπλης δράσης κατά του Μακαρίου στις αρχές της δεκαετίας του 70, κατευθυνόμενοι από τον Γεώργιο Γρίβα και την ελληνική χούντα, με ολέθρια αποτελέσματα για το νησί.
Την περίοδο αυτή οι προβληματικές σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας και η απουσία συμφωνημένης κοινής γραμμής, που χαρακτήριζε την εν γένει πολιτική τους στο Κυπριακό, άφησαν τα θλιβερά αποτυπώματα τους στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι κακοί χειρισμοί στο ελληνικό στρατόπεδο, με αποκορύφωμα το στρατιωτικό πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και της ΕΟΚΑ Β κατά του Προέδρου Μακαρίου το 1974, οδήγησαν σε πλήρη κατάρρευση την οποιανδήποτε αποτρεπτική ικανότητα υπήρχε έναντι της Τουρκίας. Άνοιξαν έτσι τις πύλες στην κατάληψη της βόρειας Κύπρου από τα Μεχμετζίκ και τη χάραξη της λεγόμενης γραμμής Αττίλα, εκδιώκοντας τους Έλληνες που πλειοψηφούσαν στην περιοχή και διχοτομώντας ντε – φάκτο το νησί.
Με την ανατροπή της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο από την χούντα των Αθηνών και την ΕΟΚΑ Β τον Ιούλιο του 1974, η Άγκυρα βρέθηκε αντιμέτωπημεένα πολύ ευνοϊκό πολιτικοστρατιωτικό περιβάλλον για προώθηση των διχοτομικών της στόχων. Είχε ενώπιον της μια έντονη διεθνή αποδοκιμασία και κατακραυγή κατά του χουντικού πραξικοπήματος και ένα ελληνικό καθεστώς και μια Εθνική Φρουρά υπό διάλυση. Το κόστος τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης στην Κύπρο ήταν πολύ χαμηλό σε σχέση με τα τεράστια εθνικά οφέλη που θα της επέφερε. Υπό τις συνθήκες θα ήταν αδιανόητο η Άγκυρα, εκμεταλλευόμενη την κατάσταση αυτή και επικαλούμενη τα δικαιώματα της ως εγγυήτρια δύναμη και την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων, να μην εισβάλει και επιβάλει τα διχοτομικά της σχέδια στο νησί.
Εισβολή – αλλαγή διαπραγματευτικού σκηνικού
Η τουρκική στρατιωτική εισβολή επέφερε σημαντικές αλλαγές στο γεωπολιτικό τοπίο, καθώς και στη διάταξη και τους συσχετισμούς ισχύος των δυνάμεων στην περιοχή. Άλλαξε άρδην τα δεδομένα στο Κυπριακό προσφέροντας στην Άγκυρα τεράστια στρατηγικά και διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Η Τουρκία πλέον δεν ήταν εκτός Κύπρου όπως πριν το πραξικόπημα και την εισβολή, με εξαίρεση τους 650 στρατιώτες του αγήματος της ΤΟΥΡΔΥΚ. Ήταν εντός της Κύπρου, με το 37% του κυπριακού εδάφους υπό τον έλεγχο της, πλήρως τουρκοποιημένο, και το ελεύθερο μέρος της Δημοκρατίας, - το Κυπριακό Κράτος και τον Ελληνισμό της νήσου - να βρίσκονται υπό τη σκιά μίας νέας μορφής εν δυνάμει υπαρξιακής απειλής.
Σαν αποτέλεσμα της εισβολής, η Τουρκία των 80 εκ. από το 1974 μέχρι σήμερα έχει σαφώς το πάνω χέρι στρατιωτικά στην Κύπρο - στην ξηρά, τον αέρα και τη θάλασσα. Διατηρεί στα κατεχόμενα εδάφη γύρω στις 36.000 στρατιώτες, περί τα 350 άρματα μάχης και πέραν των 600 ΤΟΜΠ και ΤΟΜΑ, καθώς και ισχυρές δυνάμεις πυροβολικού και άλλων οπλικών συστημάτων. Από τις αεροπορικές και ναυτικές βάσεις στην Τουρκία διατηρεί αδιαμφισβήτητη υπεροχή στον αέρα και στη θάλασσα. Οι δυνατότητες άσκησης αεροναυτικού ελέγχου στην περιοχή γύρω από την Κύπρο, συνεχούς και άμεσης στήριξης, ανεφοδιασμού και αναπλήρωσης των κατοχικών δυνάμεων, ενισχύουν τη λαβή της στο νησί.
Από την πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Εθνική Φρουρά παρουσιάζεται μειωμένη αριθμητικά σε σύγκριση με το 1974 αλλά πιο βελτιωμένη σε εξοπλιστικά μέσα σε σχέση με την προ του πραξικοπήματος περίοδο και τη δεκαετία του 1980. Αντιμετωπίζει ωστόσο προβλήματα που αναμένουν την απάντηση τους, όπως ασαφούς στρατηγικού και τακτικού προσανατολισμού, απουσίας άμυνας σε βάθος, ρεαλιστικού δόγματος και συνεκτικής αμυντικής πολιτικής, περιορισμένους οικονομικούς πόρους, υποστελέχωσης, δυσκολίες συντήρησης οπλικών συστημάτων, τεχνολογικής ανεπάρκειας, αδυναμίες λογισμικής υποστήριξης και αναπλήρωσης υλικού και άλλα.
Επίσης στην Ελλάδα των 10 εκ., τόσο ένεκα απουσίας επαρκούς πολιτικής βούλησης και της ανάγκης προστασίας των δικών της συνόρων, όσο και του προβληματισμού για τη δυνατότητα και το βαθμό στρατιωτικής στήριξης της Κύπρου, δημιουργούνται αμφισβητήσεις για την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία τής προέκτασης των αποτρεπτικών της ικανοτήτων στον κυπριακό χώρο για αντιμετώπιση της «εξ Ανατολών απειλής». Από την άλλη, η γνωστή διατύπωση ότι «η Κύπρος είναι μακριά», μπορεί στρατιωτικά να έχει τη λογική της, αλλά στρατηγικά είναι λανθασμένη, γιατί ενθαρρύνει περαιτέρω τον αντίπαλο να εμμένει στα σχέδια του, δημιουργώντας την εντύπωση ότι το νησί είναι στη διάθεση του, αφού η Ελλάδα δεν μπορεί να το προστατεύσει ή είναι απρόθυμη να εμπλακεί ενεργά.
Η μεγάλη αλλαγή που επήλθε στους συσχετισμούς δυνάμεων και κατ’ επέκταση στη διαπραγματευτική ισχύ των αντιπάλων προς όφελος της Τουρκίας στο Κυπριακό μετά τα γεγονότα του 1974, είχαν ως επακόλουθο και τη διαφοροποίηση της βάσης των δικοινοτικών συνομιλιών που ακολούθησαν το 1977. Η αποδοχή της δικοινοτικής ομοσπονδίας, που άλλοτε τη θεωρούσαν προδοσία στην ελληνοκυπριακή πλευρά, κατέστη αναγκαίος συμβιβασμός για να δεχτεί η Άγκυρα επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων εξεύρεσης λύσης στο Κυπριακό.
Τα περί «ενιαίου αμυντικού δόγματος» και νέες απογοητεύσεις
Διάφορες πολιτικές και διακηρύξεις της δεκαετίας του 1990 περί «δόγματος ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας Κύπρου» και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής τους ικανότητας έναντι της τουρκικής πλευράς δεν είχαν και το ανάλογο αντίκρισμα στην πράξη. Η επιδεικτική πραγματοποίηση κοινών ασκήσεων, οι πολυδιαφημιζόμενες αγορές εξοπλισμών – κυρίως για σκοπούς εντυπώσεων - και το φιάσκο της αγοράς των S-300 από τη Ρωσία, αποδείχθηκαν ένα δαπανηρό πυροτέχνημα που δεν στηρίζονταν σε κάποια κοινή και ορθολογική αντίληψη των πραγμάτων ή σε σοβαρή, συνεκτική και συμφωνημένη εθνική στρατηγική. Με αποτέλεσμα οι πολιτικές αυτές να καταρρεύσουν και προσγειωθούν ανώμαλα με την πρώτη δοκιμασία, όπως το χάος που δημιουργήθηκε κατά την κρίση στα Ίμια και τη ματαίωση της άφιξης των ρωσικών πύραυλων στην Κύπρο, σπέρνοντας απογοήτευση στον κυπριακό Ελληνισμό για την αναποτελεσματικότητα και την επιπολαιότητα των χειρισμών Λευκωσίας και Αθηνών.
Πρόσφατα η σαφής ανακολουθία μεταξύ προεκλογικών δεσμεύσεων και μετεκλογικών πράξεων της Λευκωσίας, περί ενίσχυση της άμυνας με αύξηση του κονδυλίου της αγοράς εξοπλισμών στο 2% του ΑΕΠ και για αναβίωση του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας – Κύπρου, επιβάρυναν περαιτέρω το κλίμα αμφισβήτησης των Ελληνοκυπρίων στον τομέα αυτό. Οι δε στρατιωτικές συνεργασίες, κυρίως για εξυπηρέτηση τρίτων χωρών, όπως και η συμμετοχή σε αμυντικά προγράμματα της Ε.Ε., παρά τα κάποια θετικά τους στοιχεία για τη Κύπρο, ωστόσο επί της ουσίας καμία σχέση δεν έχουν με τη στρατιωτική θωράκιση του νησιού από την απειλή που προβάλλει στο νησί η κατοχική Τουρκία, η αντιμετώπιση της οποίας αποτελεί πρωταρχική ευθύνη και υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συμπεράσματα και Εισηγήσεις
Συμπερασματικά θα μπορούσε σε γενικές γραμμές να λεχθεί ότι η απουσία κοινής αντίληψης περί του εθνικού συμφέροντος και η ανυπαρξία συνεκτικής αμυντικής πολιτικής και στρατηγικής, καθώς και οι εσφαλμένοι χειρισμοί και η κακοδιαχείριση του στρατιωτικού στοιχείου, είχαν αρνητικά ως ολέθρια αποτελέσματα για την Κύπρο και την ελληνική πλευρά.
Ο συσχετισμός στρατιωτικής ισχύος σήμερα στην Κύπρο είναι πολύ πιο ευνοϊκός για την τουρκική πλευρά και δυσμενέστερος για την ελληνική πλευρά από την περίοδο πριν το 1974, επιτρέποντας στην Τουρκία να διατηρεί τη ντε φάκτο διχοτόμηση, να τηρεί αδιάλλακτη στάση στο Κυπριακό, και, μετά την αποτυχία των συνομιλιών στο Κρανς Μοντανά το 2017, να εγκαταλείπει τη λύση ομοσπονδίας και να εμμένει σε λύση δύο κρατών. Να αξιώνει την αναγνώριση του ψευδοκράτους πριν την έναρξη συνομιλιών. Της επιτρέπει ακόμη να προβαίνει σε σειρά τετελεσμένων στο Βαρώσι και στην κυπριακή ΑΟΖ, αγνοώντας τη διεθνή νομιμότητα και αποδοκιμασία αλλά και να προβάλει ως απειλή κατά των ελευθέρων περιοχών της Δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα σημειώνεται ότι ναι μεν η Τουρκία πέτυχε την κατοχή και τη ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού ή έχει προβεί στην ανακήρυξη της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, αλλά η διεθνής κοινότητα της στερεί την αναγνώριση, θεωρώντας ως νόμιμη αρχή στο νησί την Κυπριακή Δημοκρατία. Η δε ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ενεργός δραστηριότητα της στο διεθνές πεδίο, ενδυναμώνουν την κρατική της υπόσταση και αποτελούν υπολογίσιμο γεωπολιτικό ανάχωμα ή και σωσίβιο πολιτικής προστασίας από την τουρκική εκβιαστική συμπεριφορά και επιρροή στο Κυπριακό.
Τα ανωτέρω δεδομένα οριοθετούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να διαμορφωθεί από ελληνικής πλευράς μια κοινά συμφωνημένη στρατηγική εθνικής ασφάλειας και αμυντικής πολιτικής. Η χάραξη μιας «Εθνικής Στρατηγικής Αποτροπής». Το περιεχόμενο και τις παραμέτρους τέτοιας στρατηγικής ο συγγραφέας του παρόντος κειμένου το έχει πολλάκις αναπτύξει και αναλύσει από το 1977 μέχρι σήμερα, ήτοι 40 χρόνια πριν αρχίσει να υιοθετείται σε συμβατικό (μη πυρηνικό) επίπεδο από άλλες χώρες. Με σειρά μελετών και συγγραμμάτων, έχει τροφοδοτήσει όλες τις κυβερνήσεις και συναφείς φορείς σε Αθήνα και Λευκωσία με εκατοντάδες αντίγραφα του υλικού αυτού, αναλύοντας σε βάθος το σκεπτικό, τις υποθέσεις και το μηχανισμό της στρατηγικής της αποτροπής στο Κυπριακό.
Μέσα από τις μελέτες αυτές έχει αναδείξει πώς η σωστή και μεθοδική εφαρμογή της στρατηγικής της αποτροπής στα ελληνοτουρκικά δεδομένα και η ενίσχυση του αμυντικού τομέα σε συνδυασμό με την αξιοποίηση και άλλων παραγόντων ισχύος - διπλωματικών, πολιτικών, νομικών, οικονομικών, τεχνολογικών - θα μπορούσε να συμβάλει από τη μια στη ματαίωση των τουρκικών σχεδίων στο νησί και από την άλλη στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών ασφάλειας και εμπιστοσύνης στο μέλλον.
Τέλος ακόμη και σήμερα, ενώ η τουρκική πλευρά, ενισχυμένη από το εκτόπισμα της διεθνώς, παραμένει άκαμπτη και σκληρή στο Κυπριακό, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται για την Κύπρο το γεγονός αυτό, από την άλλη, το πεδίο άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας και η διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής, συνεχίζουν να διακρίνονται από αντιφατικές και αόριστες διακηρύξεις και απραγματοποίητες υποσχέσεις.
21/07/2025